χρησμοφύλαξ

χρησμοφύλαξ
χρησμο-φύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ,
A keeper of oracles, Luc.Alex.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρησμοφύλαξ — ακος, ὁ, Α άτομο επιφορτισμένο με τη φύλαξη χρησμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • χρησμοφύλακας — χρησμοφύλαξ keeper of oracles masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”